- ἐρί-δηλος
ἐρί-δηλος, sehr deutlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-δηλος, sehr deutlich, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίδηλος — ἐρίδηλος, ον (Α) 1. κατάλληλος, πολύ επιφανής 2. προφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + δήλος] … Dictionary of Greek