- ἐρί-κτυπος
ἐρί-κτυπος, sehr tosend, Poseidon, Hes. Th. 441 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-κτυπος, sehr tosend, Poseidon, Hes. Th. 441 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίκτυπος — ἐρίκτυπος, ον (Α) αυτός που κάνει μεγάλο κτύπο, κρότο («ἐρίκτυπον Ἐννοσίγαιον», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κτύπος] … Dictionary of Greek