- ἐρί-βωλος
ἐρί-βωλος, dasselbe, Il. oft, Od. 5, 34, sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-βωλος, dasselbe, Il. oft, Od. 5, 34, sp. D.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πολύβωλος — ον Α (για τόπο, για αγρό) 1. αυτός που έχει πολλούς σβώλους 2. εύφορος, καρπερός («βασιλεῦ χώρας τῆς πολυβώλου», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + βῶλος «όγκος χώματος» (πρβλ. ερί βωλος)] … Dictionary of Greek
ερίβωλος — ἐρίβωλος, ον (Α) βλ. εριβώλαξ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτατικό μόριο) + βώλος «όγκος χώματος»] … Dictionary of Greek