- ἐρί-τμητος
ἐρί-τμητος, gut geschnitten, ἱμάντες, Opp. Cyn. 4, 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρί-τμητος, gut geschnitten, ἱμάντες, Opp. Cyn. 4, 106.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερίτμητος — ἐρίτμητος, ον (Α) αυτός που έχει κοπεί καλά («ἐρίτμητοι ἱμάντες», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + τμητός (< τέμνω)] … Dictionary of Greek