ἐρίτιμος

ἐρίτιμος

ἐρίτιμος, , ein Fisch, bei Ath. VII, 328 f.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερίτιμος — η, ο (AM ἐρίτιμος, ον) 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αξία, ο πολύτιμος 2. (για πρόσωπα) εντιμότατος, αξιότιμος αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐρίτιμος είδος ψαριού. επίρρ... ἐριτίμως (Μ) πολύτιμα, με μεγάλη αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) …   Dictionary of Greek

  • ἐρίτιμος — ἐρίτῑμος , ἐρίτιμος highly prized masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερίτιμος — η, ο 1. για πράγματα, ο πολύτιμος, ο μεγάλης αξίας. 2. για πρόσωπα, ο εντιμότατος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐριτιμότερον — ἐριτῑμότερον , ἐρίτιμος highly prized adverbial comp ἐριτῑμότερον , ἐρίτιμος highly prized masc acc comp sg ἐριτῑμότερον , ἐρίτιμος highly prized neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ερι- — (I) ἐρι (Α) αχώριστο μόριο (όπως το αρι ) που επιτείνει την έννοια τών λέξεων στις οποίες προστίθεται ως α’ συνθετικό (π.χ. α. εριαυγής πάρα πολύ λαμπρός, φωτεινότατος β. ερίτιμος πολύτιμος, εντιμότατος γ. εριβρεμέτης* αυτός που βροντάει ισχυρά,… …   Dictionary of Greek

  • ἐριτίμως — ἐριτί̱μως , ἐρίτιμος highly prized adverbial ἐριτί̱μως , ἐρίτιμος highly prized masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρίτιμον — ἐρίτῑμον , ἐρίτιμος highly prized masc/fem acc sg ἐρίτῑμον , ἐρίτιμος highly prized neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τιμή — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται η ποσότητα χρήματος που δίνεται σε αντάλλαγμα αγαθών ή υπηρεσιών ή, πιο συγκεκριμένα, η αξία των αγαθών και των υπηρεσιών εκφραζόμενη σε χρήμα. Συχνά, αντί για τη λέξη τ., προτιμούν να χρησιμοποιούν, ειδικά στην… …   Dictionary of Greek

  • αχώριστα μόρια — Μονοσύλλαβες ή σπανιότερα δισύλλαβες λέξεις της ελληνικής γλώσσας που παλιότερα είχαν μία αυτοτέλεια, σήμερα όμως χρησιμοποιούνται ως πρώτα συνθετικά διαφόρων λέξεων. Τέτοια μόρια είναι η συλλαβική αύξηση ε (έδωσε) το στερητικό α (αχώριστος,… …   Dictionary of Greek

  • ἐριτιμότατος — ἐριτῑμότατος , ἐρίτιμος highly prized masc nom superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐριτίμοιο — ἐριτί̱μοιο , ἐρίτιμος highly prized masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”