- ἐρημοσύνη
ἐρημοσύνη, ἡ, Einsamkeit, Einöde, Cyllen. 1 u. Agath. 46 (IX, 4. 665).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρημοσύνη, ἡ, Einsamkeit, Einöde, Cyllen. 1 u. Agath. 46 (IX, 4. 665).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερημοσύνη — η (Α ἐρημοσύνη) [έρημος] ερημιά, μοναξιά … Dictionary of Greek
ἐρημοσύνης — ἐρημοσύνη solitude fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
θηρόβοτος — θηρόβοτος, ον (Α) 1. ο τόπος όπου τρέφονται άγρια ζώα ή που συντελεί στην εμφάνιση θηρίων («θηρόβοτος ἐρημοσύνη», ΑΠ) 2. θηριοσύχναστος άγριος τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θηρ(ο) * + βοτος (< βόσκω), πρβλ. αιγί βοτος, ιππό βοτος] … Dictionary of Greek