- ἐρημο-πλάνος
ἐρημο-πλάνος, einsam, in der Einöde umherirrend, Demetr. Phal. 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρημο-πλάνος, einsam, in der Einöde umherirrend, Demetr. Phal. 116.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποντοπλάνος — ον, Α αυτός που πλανάται ανά τα πελάγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόντος + πλάνος (< πλανῶμαι), πρβλ. ερημο πλάνος] … Dictionary of Greek
ερημοπλάνος — ἐρημοπλάνος, ον (Α) αυτός που πλανιέται μόνος, στην ερημιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερημο (< έρημος*) + πλάνος] … Dictionary of Greek