- ἐρημό-πτολις
ἐρημό-πτολις, ιδος, der Vaterstadt beraubt, Eur. Tr. 620.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρημό-πτολις, ιδος, der Vaterstadt beraubt, Eur. Tr. 620.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek