- ἐρημωτής
ἐρημωτής, ὁ, der Verwüstende, ϑήρ, Antip. Sid. 18 (VI, 115).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρημωτής, ὁ, der Verwüstende, ϑήρ, Antip. Sid. 18 (VI, 115).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρημωτής — desolator masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημωτής — ο (Α ἐρημωτής) [ερημώνω] αυτός που ερημώνει, που καταστρέφει, ο εξολοθρευτής … Dictionary of Greek
ἐρημωτάν — ἐρημωτά̱ν , ἐρημωτής desolator masc acc sg (epic doric aeolic) ἐρημωτής desolator masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερημωτικός — ἐρημωτικός, ή, όν (Α) [ερημωτής] καταστρεπτικός, αφανιστικός, ολέθριος … Dictionary of Greek