- ἐρεμναῖος
ἐρεμναῖος, = Folgdm, Qu. Sm. 2, 510.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρεμναῖος, = Folgdm, Qu. Sm. 2, 510.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρεμναίη — ἐρεμναῖος fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεμνός — ἐρεμνός, ή, όν και ἐρεμναῑος, η, ον (Α) 1. ερεβώδης, μαύρος, ζοφερός, σκοτεινός 2. φρ. «ἐρεμνή φάτις» σκοτεινή φήμη (Σοφ.) 3. (ειδ. για αίμα) μαύρος («ἐρεμνὸν αἶμ’ ἔδευσα», Σοφ.) 4. φοβερός, αποτρόπαιος, ολέθριος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. έρεβος] … Dictionary of Greek