- ἐριδάντης
ἐριδάντης, ὁ, der Zänker, Tim. Phlias. bei D. L. 2, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐριδάντης, ὁ, der Zänker, Tim. Phlias. bei D. L. 2, 107.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριδάντης — ἐριδάντης, ὁ (Α) [εριδαίνω] φιλόνεικος, εριστικός … Dictionary of Greek
ἐριδαντέων — ἐριδάντης wrangler masc gen pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδάντας — ἐριδάντᾱς , ἐριδάντης wrangler masc acc pl ἐριδάντᾱς , ἐριδάντης wrangler masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐριδάντεω — ἐριδάντεω̆ , ἐριδάντης wrangler masc gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)