ἐρι-κῡδής

ἐρι-κῡδής

ἐρι-κῡδής, ές, sehr ruhmvoll, glorreich, bes. von den Göttern u. dem, was ihnen gehört, Λητώ, Γαῖα, Il. 14, 327 Od. 11, 576, ϑεῶν τέκνα, 11, 631, ϑεῶν δῶρα, Il. 3, 65. 20, 265, ϑεῶν οἶκοι, Theocr. 17, 108, ἥβη, Il. 11, 225; Hes. Th. 988, δαίς, ein glänzender Schmaus, bes. von Opferschmäusen, Il. 24, 802 Od. 3, 66. 10, 182 u. öfter; ἄστυ, orac. bei Her. 7, 220, sp. D.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μεγακυδής — μεγακυδής, ές (Α) πολύ δοξασμένος, ένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + κυδής (< κῦδος), πρβλ. ερι κυδής, φερε κυδής] …   Dictionary of Greek

  • φιλοκυδής — ές, Α φιλόδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + κυδής (< κῦδος, τὸ «φήμη, δόξα»), πρβλ. ἐρι κυδής] …   Dictionary of Greek

  • ερικυδής — ἐρικυδής, ες (Α) 1. αυτός που έχει μεγάλη δόξα, ο πολύ ένδοξος (ιδιαίτερα για θεούς και τους απογόνους τους) 2. λαμπρός, πλούσιος (α. «δαὶς ἐρικυδής» λαμπρό συμπόσιο, Ομ. Ιλ. β. «ἐρικυδέα δῶρα» πλούσια δώρα, Ομ. Ιλ.) 3. ο ακμαίος, ο γεμάτος ζωή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”