- ἐρικῑτας
ἐρικῑτας ἄρτος, Brot von geschrotener Gerste, Seleuc. bei Ath. III, 114 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρικῑτας ἄρτος, Brot von geschrotener Gerste, Seleuc. bei Ath. III, 114 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερεικίτας — ἐρεικίτας και ἐρικίτας, ὁ (Α) [ερείκω] ψωμί από χονδραλεσμένο κριθάρι … Dictionary of Greek