- ἐρι-κλάγκτης
ἐρι-κλάγκτης, γόος, laut tönend, Pind. P. 12, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-κλάγκτης, γόος, laut tönend, Pind. P. 12, 21.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερικλάγκτης — ἐρικλάγκτης, ὁ (Α) αυτός που ηχεί δυνατά, βαριά («ἐρικλάγκται γόον», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + κλάγκτης (< κλάζω «φωνάζω δυνατά»)] … Dictionary of Greek