- ἐρι-γηθής
ἐρι-γηθής, ές, sehr erfreuend, νίκη, Orph. Lith. pr. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρι-γηθής, ές, sehr erfreuend, νίκη, Orph. Lith. pr. 24.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εριγηθής — ἐριγηθής, ές (Α) περιχαρής, χαρμόσυνος («ἐριγηθῇ νίκην», Ορφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ερι (επιτ. μόριο) + γηθής (< γήθος «χαρά»] … Dictionary of Greek