ἐρειπίωσις, ἡ, der Einsturz, Zonar.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερειπίωσις — ἐρειπίωσις, ἡ (Μ) [ερειπιώ] η μεταβολή σε ερείπια, η πτώση … Dictionary of Greek