ἐρειπο-τόπιον

ἐρειπο-τόπιον

ἐρειπο-τόπιον, τό, = ἐρειπιών, Schol. Opp. Hal. 1, 54.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • μοσχοτόπιον — μοσχοτόπιον, τὸ (Α) τόπος στον οποίο κόβονται τρυφερά κλαδιά, βέργες, παραφυάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόπιον (< τόπος), πρβλ. ερειπο τόπιον] …   Dictionary of Greek

  • οικοτόπιον — οἰκοτόπιον, τὸ (Μ) έκταση εδάφους προορισμένη για ανοικοδόμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + τόπιον (< τόπος), πρβλ. ερειπο τόπιον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”