ἐργατικός

ἐργατικός

ἐργατικός, zum Arbeiten, Ausrichten geschickt, thätig, wirksam, kräftig; Her. 2, 11 nennt den Nil einen ἐργ. ποταμός, wegen seiner Einwirkung auf die Fruchtbarkeit u. Bewohnbarkeit Aegyptens; von Menschen, Plat. Hen. 81 d; ἀρχιτέκτων πᾶς οὐκ αὐτὸς ἐργατικὸς ἀλλ' ἐργατῶν ἄρχων Polit. 259 e; ἐργατικώτατον τὸ τῶν μελισσῶν γένος Arist. H. A. 9, 38; häufig bei Sp., καὶ γεωργός D. Hal. rhet. 11, 6; von Sklaven, Plut. Cat. mai. 4. – Adv. ἐργατικῶς, πρός τι, zur Betreibung von Etwas geeignet, Plut. Cam. 16.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ἐργατικός — like a workman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργατικός — ή, ό (AM ἐργατικός, ή, όν) [εργάτης] αυτός που εργάζεται φιλότιμα και αποδοτικά, φιλόπονος νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους εργάτες ή στην εργασία (α. «εργατικά σωματεία» β. «εργατική νομοθεσία») 2. το αρσ. ως ουσ. ο εργατικός… …   Dictionary of Greek

  • εργατικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον εργάτη ή τους εργάτες: Εργατικό ημερομίσθιο, εργατικές κατοικίες. 2. αυτός που αποτελείται ή γίνεται από εργάτες: Εργατική τάξη. 3. αυτός που αγαπά τη δουλειά του, ο άξιος, ο φιλόπονος, ο δουλευτής: Όλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐργατικά — ἐργατικός like a workman neut nom/voc/acc pl ἐργατικά̱ , ἐργατικός like a workman fem nom/voc/acc dual ἐργατικά̱ , ἐργατικός like a workman fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατικῶν — ἐργατικός like a workman fem gen pl ἐργατικός like a workman masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατικόν — ἐργατικός like a workman masc acc sg ἐργατικός like a workman neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατικώτατον — ἐργατικός like a workman masc acc superl sg ἐργατικός like a workman neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δουλευτάρης, -α, -ικο — εργατικός, φιλόπονος: Πήρε άντρα δουλευτάρη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐργατικαί — ἐργατικός like a workman fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατικοῖς — ἐργατικός like a workman masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατικοί — ἐργατικός like a workman masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”