ἐργατεύομαι

ἐργατεύομαι

ἐργατεύομαι, arbeiten, D. Sic. 20, 92 u. a. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εργατεύομαι — ἐργατεύομαι (ΑΜ Μ και ἐργατεύω) [εργάτης] εργάζομαι κοπιαστικά μσν. εργατεύω 1. είμαι εργάτης 2. βάζω κάποιον να δουλέψει ως εργάτης …   Dictionary of Greek

  • ἐργατευομένους — ἐργατεύομαι work hard pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατεύεσθαι — ἐργατεύομαι work hard pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατεύσασθαι — ἐργατεύομαι work hard aor inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”