- ἐρύθριον
ἐρύθριον, τό, eine rothe Salbe, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρύθριον, τό, eine rothe Salbe, Paul. Aeg.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερύθριον — ἐρύθριον, τὸ (Μ) [ερυθρός] κόκκινη αλοιφή … Dictionary of Greek
Ἐρύθριον — Ἐρύθριος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek