ἐρύγμηλος

ἐρύγμηλος

ἐρύγμηλος (ἐρυγεῖν), 1) laut brüllend, ταῠρος Il. 18, 580. – 21 Aufstoßen verursachend, ἐρυγμήλη, Beiwort des Rettigs, VLL.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ερύγμηλος — ἐρύγμηλος, η, ον (Α) αυτός που μουγκρίζει δυνατά. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίθετο τού ταύρου που προέρχεται από ερυγμή [ερεύγομαι (II)] + επίθημα ηλο] …   Dictionary of Greek

  • ἐρύγμηλος — loud bellowing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρύγμηλον — ἐρύγμηλος loud bellowing masc acc sg ἐρύγμηλος loud bellowing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγμήλη — ἐρύγμηλος loud bellowing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγμήλοιο — ἐρύγμηλος loud bellowing masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυγμήλου — ἐρύγμηλος loud bellowing masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ржать — ржу, укр. ржати, ржу, iржати, блр. ржаць, iржаць, др. русск. ръзати, ръжу, сербск. цслав. ръзати, ст. слав. ръжѫ χρεμετίζω (Супр.), сербохорв. р̏зати, р̏же̑м, словен. rzati, rzȃm, ržem, чеш. rzati, ržati, слвц. hržаt᾽, hrzаt᾽, еrdžаt᾽, польск.… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

  • ορυμαγδός — ο (Α ὀρυμαγδός) (ποιητ. τ.) ισχυρός κρότος, πολύηχος δυνατός θόρυβος που προκαλείται από πλήθος ανθρώπων που εργάζονται ή πολεμούν ή ζώων που τρέχουν εδώ και εκεί, οχλοβοή, χαλασμός κόσμου («πολὺς δ ὀρυμαγδὸς ἐπ αὐτῷ ἀνδρῶν ἠδὲ κυνῶν», Ομ. Ιλ.)… …   Dictionary of Greek

  • reu-1, rēu-, rū̆ - —     reu 1, rēu , rū̆     English meaning: to roar, murmur, etc.. (expr.), onomatopoeic words     Deutsche Übersetzung: Schallwurzel “brũllen, heisere Laute ausstoßen”; “brummen, murren”     Material: O.Ind. rü u ti, ruváti, ravati “bellow, roar …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”