- ἐρύσιμον
ἐρύσιμον, τό, ein Gartengewächs, Theophr.; bei Nic. Ther. 894 εἰρύσιμον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρύσιμον, τό, ein Gartengewächs, Theophr.; bei Nic. Ther. 894 εἰρύσιμον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρύσιμον — hedge mustard neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυσίμου — ἐρύσιμον hedge mustard neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερύσιμο — (Εrysimum). Γένος μονοετών, διετών ή πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των κρουτσιφεριδών ή σταυρανθών (δικοτυλήδονα). Αριθμεί περίπου 90 είδη των εύκρατων περιοχών της Ευρώπης και της Ασίας. Έχει στενά, γραμμοειδή, ελαφρά και οδοντωτά φύλλα … Dictionary of Greek
ερύω — (I) ἐρύω, ιων. τ. εἰρύω, δωρ. τ. Fερύω (Α) 1. τραβώ, σύρω στο έδαφος, γενικά με την έννοια τής ορμής και σφοδρότητας («νῆα ἐρύσσομεν ἤπειρόνδε» θα σύρουμε το πλοίο στην ξηρά, Ομ. Οδ.) 2. σύρω κάποιον διά τής βίας («ἐρυσαν τέ μιν εἴσω κουρίξ» τόν… … Dictionary of Greek
ԱՂՈՒԷՍ — (եսու կամ սոյ, ուց.) NBH 1 0043 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 10c, 11c գ. ... ἁλώπηξ vulpes Գազան դժնդակ՝ խորամանկ եւ գող, իբր աղու հեզիկ ձեւացեալ, ʼի չափ փոքր շան, թաւ մազով. ... *Կալաւ երեք հարիւր աղուէս: Կալարո՛ւք մեզ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)