ερόεις — ἐρόεις, εσσα, εν, (ποιητ. τ.) (Α) [έρος] αξιέραστος, γεμάτος έρωτα, θελκτικός, γοητευτικός («χαῑρε, φωνὴ ἐρόεσσα» Ύμν. εις Ερμ.) … Dictionary of Greek
ἐρόεις — lovely masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεν — ἐρόεις lovely masc voc sg ἐρόεις lovely neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεντα — ἐρόεις lovely neut nom/voc/acc pl ἐρόεις lovely masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐροέντων — ἐρόεις lovely masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐροέσσης — ἐρόεις lovely fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεντας — ἐρόεις lovely masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεντος — ἐρόεις lovely masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεσσα — ἐρόεις lovely fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεσσαν — ἐρόεις lovely fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρόεσσ' — ἐρόεσσα , ἐρόεις lovely fem nom/voc sg ἐρόεσσαι , ἐρόεις lovely fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)