- ἐρωτο-μανής
ἐρωτο-μανής, ές, rasend von Liebe, sehr verliebt, Orph. H. 54, 14; Ath. XIII, 599 e u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρωτο-μανής, ές, rasend von Liebe, sehr verliebt, Orph. H. 54, 14; Ath. XIII, 599 e u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μητρομανής — ές (για γυναίκα) αυτή που πάσχει από μητρομανία, νυμφομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. μητρομανία, κατά τα σύνθ. σε μανής (πρβλ. ερωτο μανής, μυθο μανής, πυρο μανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
επιμανής — ἐπιμανής, ές (Α) 1. αυτός που επιθυμεί κάτι ή κάποιον μετά μανίας 2. μανιακός, τρελός 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιμανές μανιώδες ερωτικό πάθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + * μανής (< μαίνομαι), τ. που εμφανίζει τη συνεσταλμένη βαθμίδα θ. μαν (πρβλ. μαν… … Dictionary of Greek
πορνομανής — ές, Α μανιώδης στον έρωτα με πόρνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόρνη + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανής] … Dictionary of Greek
σεξομανής — ο, η, Ν ο μανιακός με το σεξ, μητρομανής, νυμφομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < σεξ + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανής] … Dictionary of Greek
χορομανής — ές, ΝΜΑ, και επικ. τ. χοροιμανής Α μανιώδης χορευτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. ἐρωτο μανής, ενώ ο ποιητ. τ. χοροιμανής με α συνθετικό χοροῖ, τοπική τού χορός (πρβλ. χοροι θαλής) για μετρικούς λόγους] … Dictionary of Greek
ποθομανία — ἡ, Μ η μανία τού ερωτικού πόθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανία] … Dictionary of Greek
σαρκομανώ — έω, ΜΑ μαίνομαι από σαρκική επιθυμία ή διαπράττω σαρκική ακολασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + μανῶ (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανώ, ιππο μανώ] … Dictionary of Greek