- ἐρωτο-μανία
ἐρωτο-μανία, ἡ, rasende Liebe, Plut. virt. mor. 12. Vgl. ἐρωμανία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρωτο-μανία, ἡ, rasende Liebe, Plut. virt. mor. 12. Vgl. ἐρωμανία.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ποθομανία — ἡ, Μ η μανία τού ερωτικού πόθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + μανία (< μανής < μαίνομαι), πρβλ. ερωτο μανία] … Dictionary of Greek