- ἐρωτητικός
ἐρωτητικός, im Fragen erfahren, Plat. Crat. p. 398 e, richtiger als die v. l. ἐρωτικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρωτητικός, im Fragen erfahren, Plat. Crat. p. 398 e, richtiger als die v. l. ἐρωτικός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερωτητικός — ἐρωτητικός, ή, όν (Α) [ερωτώ] 1. ο ικανός για συζήτηση με ερωτήσεις 2. αυτός που τού αρέσει να ρωτά 3. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐρωτητική (ενν. τέχνη) η τέχνη με την οποία προκαλούνται λογικά συμπεράσματα με ερωτήσεις. επίρρ... ἐρωτητικῶς με τρόπο που… … Dictionary of Greek
ἐρωτητικόν — ἐρωτητικός skilled in questioning masc acc sg ἐρωτητικός skilled in questioning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτητικοί — ἐρωτητικός skilled in questioning masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτητικούς — ἐρωτητικός skilled in questioning masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτητική — ἐρωτητικός skilled in questioning fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτητικήν — ἐρωτητικός skilled in questioning fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρωτητικῶς — ἐρωτητικός skilled in questioning adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)