ἐρωτο-τόκος

ἐρωτο-τόκος

ἐρωτο-τόκος παῖς, Nonn. D. 10, 324; μῦϑοι, Liebe erzeugend, Mus. 159.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ηδυτόκος — ἡδυτόκος, ον (Α) αυτός που παράγει γλυκά πράγματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηδυ * + τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενο τόκος, ερωτο τόκος, ιππο τόκος] …   Dictionary of Greek

  • χαριτόκος — ον, Μ αυτός που γεννά χάρη («χαῖρε κόρη χαρίεσσα χαριτόκε χάρμα τοκήων», Ιωάνν. Γεωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. ἐρωτο τόκος, λυπο τόκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”