περίνεον

περίνεον

περίνεον, τό, der Raum zwischen dem After u. der Wurzel des männlichen Gledes, auch περίναιον geschrieben, Hippodcr. u. a. Medic.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • περίνεον — περίνεος space between the anus and scrotum masc acc sg περινάω float imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) περινάω float imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) περινέω swim round imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κολποπερινεοπλαστική — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνδυάζει οπίσθια κολπορραφία και αποκατάσταση λειτουργικά ισχυρού περινέου σε περιπτώσεις ρήξης του ή πρόπτωση τής μήτρας, αλλ. κολποπερινεορραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. colpoperineoplastie <… …   Dictionary of Greek

  • κυκλεύω — (AM) [κύκλος] 1. περιστρέφω κυκλικά («περὶ τὸν περινεὸν κυκλεύειν τὸ ὀθόνιον», Ιπποκρ.) 2. περικλείω κάτι με κύκλο («κυκλεύειν ἅπαν τὸ στράτευμα», Ονήσ.) 3. περιέρχομαι κυκλικά («τὴν γῆν περιιὼν καὶ κυκλευὼν ὁ ἥλιος», Κλεομήδ.) 4. διανύω («ὅσον… …   Dictionary of Greek

  • περίνα — Α (κατά τον Ησύχ.) «περίναιον, τὸ αἰδοῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. < περίνεος / περίνεον πιθ. κατ επίδραση τού πηρίς, ίνα (< πήρα*)] …   Dictionary of Greek

  • πηρίνα — ἡ, Α 1. το περίνεο, η περιοχή τού κάτω μέρους τού σώματος, η οποία αντιστοιχεί με το κάτω στόμιο τής πυέλου 2. η έδρα, τα οπίσθια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. παράγεται από τον τ. πηρίς / πηρίν. Η σημ. τής λ. προήλθε πιθ. υπό την επίδραση τού τ. περίνεον] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
https://greek2deu.de-academic.com/8466/%CF%80%CE%B5%CF%81%CE%AF%CE%BD%CE%B5%CE%BF%CE%BD Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”