- ἐρυθρῖνος
ἐρυθρῖνος, ὁ, eine rothe Meerbarbe, Arist. H. A. 4, 11. 6, 13 u. öfter; Ath. VII, 327 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυθρῖνος, ὁ, eine rothe Meerbarbe, Arist. H. A. 4, 11. 6, 13 u. öfter; Ath. VII, 327 c.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερυθρίνος — ο (AM ἐρυθρῑνος, Α και ἐρυθῑνος) ζωολ. γένος τελεόστεων ψαριών τής οικογένειας τών σπαριδών, κν. λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. ερυθρ ίνος < ερυθρός. Ο τ. ερυθίνος από το ερυθρίνος με ανομοίωση. Από το αρχ. ερυθρίνος προήλθε και το νεοελλ. λυθρίνι, με… … Dictionary of Greek
Αθερίνα — Βλ. λ. αθερινίδες. * * * η Ζωολ. γένος μικρών θαλάσσιων ψαριών τής οικογένειας Atherinidae τής τάξης τών Αθερινόμορφων*. Είναι επίσης γνωστά και με τα κοινά ονόματα αθερινός, αθερίνος, αθερίνη, αθυρνός, θερίνα, θερινός, σουβλί και σουβλίτης.… … Dictionary of Greek
ερυθίνος — ἐρυθῑνος, ὁ (Α) βλ. ερυθρίνος … Dictionary of Greek
ερυθρός — ά και ή, ό (AM ἐρυθρός, ά, όν Α και ἐρυθρός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού αίματος ή τού άνθους τής παπαρούνας, ο κόκκινος 2. φρ. «Ερυθρά θάλασσα» η θάλασσα μεταξύ τής Αραβίας και τού βόρειου τμήματος τής ανατολικής ακτής τής Αφρικής μσν … Dictionary of Greek
λυθρίνι — Κοινή ονομασία τελεόστεων ψαριών του γένους Pagellus, της οικογένειας των σπαριδών. Έχουν επίμηκες, πεπιεσμένο σώμα, μήκους 25 έως 45 εκ., καθώς και μεγάλο κεφάλι με μικρό στόμα που διαθέτει δύο σειρές γομφίων στην άνω σιαγόνα. Το χρώμα τους… … Dictionary of Greek
μερτζάνι — το 1. είδος κοραλλιού 2. συνεκδ. το κόσμημα που κατασκευάζεται από αυτό 3. κοινή ονομασία τού ψαριού ερυθρίνος, λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. mercan] … Dictionary of Greek
μουσμούλι — το ζωολ. κοινή ονομασία ενός είδους τού γένους ψαριών ερυθρίνος, αλλ. μούρκι … Dictionary of Greek
παγελός — (pagellus). Γένος οστεοϊχθύων των θερμών και εύκρατων θαλασσών. Ανήκει στην οικογένεια των σπαριδών. Έχει μήκος περίπου 50 εκ. και χρώμα γκριζορόδινο. Ζει σε αμμώδεις και με λάσπη πυθμένες, σε βάθος 100 μ. Το είδος π. ο κεντρόδους, ζει συνήθως… … Dictionary of Greek
ύκης — και ὕκος και ὗκος και ὕκκης, ὁ, θηλ. ὕκη, Α το ψάρι ερυθρίνος, κν. λυθρίνι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το ὗς «χοίρος»] … Dictionary of Greek
k̂op(h)elo-s or k̂ap(h)elo-s — k̂op(h)elo s or k̂ap(h)elo s English meaning: a kind of carp Deutsche Übersetzung: “Karpfenart” Material: O.Ind. saphara m. “Cyprinus sophore” = Lith. šã palas “Cyprinus dobula”; Gk. κυπρῖνος “Karpfen”, perhaps after κεστρῖνος,… … Proto-Indo-European etymological dictionary