- ἐρυγμός
ἐρυγμός, ὁ, = ἐρυγή, Arist. probl. 13, 5; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυγμός, ὁ, = ἐρυγή, Arist. probl. 13, 5; Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυγμός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερυγμός — ο (Α ἐρυγμὸς) [ερεύγομαι (I)] βλ. ερευγμός … Dictionary of Greek
ἐρυγμοῖς — ἐρυγμός masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυγμοί — ἐρυγμός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυγμοῦ — ἐρυγμός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυγμῶν — ἐρυγμός masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐρυγμόν — ἐρυγμός masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερεγμός — ἐρεγμός, ὁ (Α) 1. βλ. έρεγμα («ἐρεγμός κυρίως λέγεται ὁ δίχα διηρημένος κύαμος», Ερωτιαν.) 2. βλ. ερυγμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω», με ανερμήνευτο το ε (αντί ει , ερειγμός*] … Dictionary of Greek
ερευγμός — ο (AM ἐρευγμός και ἐρυγμός) [ερεύγομαι (I)] η θορυβώδης εκβολή στομαχικού αερίου από το στόμα, το ρέψιμο … Dictionary of Greek
ερυγμώ — ἐρυγμῶ, έω (Α) [ερυγμός] ερεύγομαι*, ερυγγάνω*, ρεύομαι … Dictionary of Greek
οξυρεγμία — η (Α ὀξυρεγμία και ὀξωρεγμία) ξινίλα από το στομάχι που οφείλεται σε ελλιπή πέψη, όξινη ερυγή, ρέψιμο, αναγωγή από το στομάχι αρχ. δυστροπία ή οξυθυμία που προέρχεται από άσχημη ψυχική διάθεση οφειλόμενη σε ελλιπή πέψη, σε κακοστομαχιά. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek