- ἐρυκτῆρες
ἐρυκτῆρες, οἱ, eine Art Freigelassener in Sparta, Myro bei Ath. VI, 271 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐρυκτῆρες, οἱ, eine Art Freigelassener in Sparta, Myro bei Ath. VI, 271 f.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ερυκτήρες — ἐρυκτῆρες, οἱ (Α) [ερύκω] η τάξη τών απελευθέρων στη Σπάρτη … Dictionary of Greek
ερύκω — ἐρύκω, παράλλ. τύποι ἐρυκάνω, ἐρυκανῶ (Α) 1. συγκρατώ την ορμή ή την κίνηση κάποιου, αναχαιτίζω, σταματώ, περιορίζω («ἵππους... ἐρύκεμεν αὖθ’ ἐπὶ τάφρῳ», Ομ. Ιλ.) 2. (για στρατό) εμποδίζω από τη φυγή 3. (για εχθρό) ανακόπτω τον δρόμο 4. συγκρατώ … Dictionary of Greek