- ἐπ-ώμιος
ἐπ-ώμιος, = ἐπωμάδιος, περόναι Luc. Amor 44; Alciphr. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ώμιος, = ἐπωμάδιος, περόναι Luc. Amor 44; Alciphr. 1, 1.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πίρωμις — ώμιος, ὁ, Α ο ωραίος στο σώμα και στην ψυχή. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. είναι μάλλον αιγυπτιακής προελεύσεως] … Dictionary of Greek