κατώδυνος — κατώδυνος, ον (ΑΜ) λυπηρός, δυσάρεστος αρχ. αυτός που έχει μεγάλη θλίψη, μεγάλη στενοχώρια, θλιμμένος, λυπημένος. επίρρ... κατωδύνως (Μ) με μεγάλη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν ώδυνος, επ ώδυνος. Το ω λόγω εκτάσεως… … Dictionary of Greek
νώδυνος — νώδυνος, ον (Α) 1. ανώδυνος («ἐπαοιδαῑς δ ἀνὴρ νώδυνον καί τις κάματον θῆκεν», Πίνδ.) 2. αυτός που ανακουφίζει, που καταπραύνει από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερητ. πρόθημα νη * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. αν ώδυνος, περι ώδυνος. Το ω του τ.… … Dictionary of Greek
καμψόδυνος — καμψόδυνος, ον (Α) αυτός που κουλουριάζεται, που κάμπτεται από τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καμψ τού κάμπτω + ὀδύνη. Χαρακτηριστικό είναι ότι δεν λειτούργησε ο νόμος τής «εκτάσεως εν συνθέσει» που παρατηρείται σε όλα τα άλλα σύνθ. με β συνθετικό … Dictionary of Greek
οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… … Dictionary of Greek
περιώδυνος — ον, Α 1. αυτός που προκαλεί πολύ ισχυρό πόνο 2. αυτός που αισθάνεται πολύ δυνατό πόνο. επίρρ... περιωδύνως με πολύ δυνατό πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. αν ώδυνος)] … Dictionary of Greek
πολυώδυνος — η, ο / πολυώδυνος, ον, ΝΑ 1. αυτός που προκαλεί πολλές οδύνες, πολύ οδυνηρός 2. αυτός που υποφέρει από μεγάλο πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ώδυνος (< ὀδύνη), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. περι ώδυνος)] … Dictionary of Greek
υπερώδυνος — ον, Α πάρα πολύ οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. ἐπ ώδυνος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
υπώδυνος — ον, Α λίγο οδυνηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ώδυνος (< ὀδύνη), πρβλ. περι ώδυνος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ακεσώδυνος — ἀκεσώδυνος, ον (Α) αυτός που καταπραΰνει τους πόνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκέομαι + ώδυνος < ὀδυνη] … Dictionary of Greek
βαρυώδυνος — βαρυώδυνος, ον (Α) 1. αυτός που νιώθει βαθιά οδύνη, μεγάλο πόνο 2. εκείνος που προκαλεί μεγάλο πόνο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + ωδυνος < οδύνη] … Dictionary of Greek
καρδιωδυνία — η πόνος τής καρδιάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο) * + ωδυνία (< ώδυνος < οδύνη), πρβλ. κολπ ωδυνία, υπερ ωδυνία. Το ω λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek