- ἐπί-λησις
ἐπί-λησις, ἡ, das Vergessen, Pind. P. 1, 46, in dor. Form ἐπίλᾱσις καμάτων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-λησις, ἡ, das Vergessen, Pind. P. 1, 46, in dor. Form ἐπίλᾱσις καμάτων.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λήσις — (I) λῆσις, εως, ἡ (Α) λήστις*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία μορφή τού τ. ήταν λῆστις (βλ. λῆστις). Στα σύνθ. ο αρχαίος τ. συμμορφώθηκε προς τα πολλά θηλ. σε σις (πρβλ. ἔκ λησις, ἐπί λησις), από όπου και το απλό λῆσις]. (II) λῆσις, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.)… … Dictionary of Greek
ВОЛЯ — [греч. θέλημα, θέλησις; лат. voluntas, velle], сила, неотъемлемо присущая природе разумного существа, благодаря к рой оно стремится достигнуть желаемого. В Свящ. Писании понятие В. имело следующие основные смыслы: В. Божия, выражающаяся в… … Православная энциклопедия