ἐπί-ληπτος

ἐπί-ληπτος

ἐπί-ληπτος, ergriffen, ertappt, πῶς ὁρᾶται κἀπίληπτος ᾑρέϑη Soph. Ant. 402, wie ἐπίλαμπτος Her. 3, 69; bes. von der fallenden Sucht, Epilepsie ergriffen, damit behaftet, epileptisch, τοὺς ἐπιλήπτους φησὶν ἰᾶσϑαι Dem. 25, 80, wo er in allgemeiner Bdtg hinzusetzt αὐτὸς ὢν ἐπίληπτος πάσῃ πονηρίᾳ; Arist. u. Folgde, Medic.; ἐπιλήπτους ὑπὸ πάϑους γενομένους Plut. reip. ger. praec. 2. – Bei Sp. tadelnswerth, καὶ ἐπάρατος βίος Philo. – Vgl. noch ἐπιλήψιμος.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θεόληπτος — I Όνομα πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως. 1. Θ. A’ (; 1522). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1513 22). Χειροτονήθηκε μητροπολίτης Ιωαννίνων από τον προκάτοχό του, Παχώμιο Α’, και, όταν αυτός πέθανε, εξασφάλισε από τον σουλτάνο Σελίμ Α’ (1512 20) τον… …   Dictionary of Greek

  • επαναληπτικός — ή, ό 1. αυτός που επαναλαμβάνεται, που γίνεται για δεύτερη ή πολλοστή φορά («επαναληπτικές εκλογές») 2. αυτός που εκτελεί κάτι κατ επανάληψη («επαναληπτικό όπλο») 3. «επαναληπτική αντωνυμία» η αντωνυμία αὐτός, ή, ό, η οποία δηλώνει ουσιαστικό που …   Dictionary of Greek

  • λαμβάνω — και λαβαίνω (AM λαμβάνω, Α και λαββάνω, Μ και λαβάνω και λαβαίνω) 1. παίρνω κάτι στα χέρια μου ή πιάνω κάτι με τα χέρια μου και τό κρατώ (α. «λήψῃ δὲ μοσχάριον ἐκ βοῶν ἕν... καὶ ἄρτους ἀζύμους πεφυραμένους ἐν ἐλαίω», ΠΔ β. «χείρεσσι λαβὼν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”