ἐπί-λειψις

ἐπί-λειψις

ἐπί-λειψις, , Mangel, Ausbleiben, ὀρνίϑων Thuc. 2, 50; τῆς δυνάμεως Plut. Symp. 6, 8, 6.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • λείψις — λεῑψις, εως, ἡ (ΑM) έλλειψη, στέρηση αρχ. 1. παράλειψη 2. έκλειψη 3. όρος με αρνητικό πρόσημο στις αλγεβρικές παραστάσεις, σε αντιδιαστολή με το ὕπαρξις («λεῑψις ἐπὶ λεῑψιν πολλαπλασιασθείσα ποιεῑ ὕπαρξιν», Διοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Θ. λειπ τού λείπω +… …   Dictionary of Greek

  • λείπω — (AM λείπω, Μ και λείβγω) 1. δεν υπάρχω, ελλείπω (α. «από το βιβλίο λείπουν τα πρώτα φύλλα» β. «λείπουσι δὲ [αἱ τρίχες] καὶ ῥέουσι κατὰ τὴν ἡλικίαν αἱ ἐκ τῆς κεφαλῆς καὶ μάλιστα καὶ πρῶται», Αριστοτ. γ. «λείπει μὲν οὐδ ἃ πρόσθεν εἴδομεν τὸ μὴ οὐ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”