ἐπί-λεκτος

ἐπί-λεκτος

ἐπί-λεκτος, auserlesen, bes. von Soldaten, Kerntruppen, Xen. An. 3, 4, 43 Hell. 5, 3, 23 u. Sp., wie Pol. 6, 26, 6. – Adv. ἐπιλέκτως, Erkl. von λογάδην, Schol. Thuc. 4, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • επιλεκτάρχης — ἐπιλεκτάρχης, ὁ (Α) αρχηγός σώματος επίλεκτων στρατιωτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λεκτος (< επι λέγω) + άρχης (< άρχω), τ. που απαντά μόνο εν συνθέσει (πρβλ. γυμνασι άρχης, εργοστασι άρχης, κομματ άρχης)] …   Dictionary of Greek

  • θεοεπίλεκτος — θεοεπίλεκτος, ον (Μ) ο επίλεκτος, ο εκλεκτός τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + επί λεκτος (< επιλέγω)] …   Dictionary of Greek

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”