ἐπί-κοτος

ἐπί-κοτος

ἐπί-κοτος, zürnend, aufgebracht; στάσις Pind. frg. 228; ἐπ' ἀνδρὶ δῄοισιν ἐπικότῳ, gegen die Feinde, Aesch. Ch. 619, vgl. Prom. 604; voll von Groll u. Haß, D. L. 7, 114. – Adv. ἐπικότως, Aesch. Prom. 192.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπέρκοτος — ον, Α υπέρμετρα οργισμένος ή άγριος. επίρρ... ὑπερκότως Α με υπέρκοτο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κότος «διαρκής οργή, έχθρα, μίσος» (πρβλ. ἔγ κοτος, ἐπί κοτος)] …   Dictionary of Greek

  • επίκοτος — ἐπίκοτος, ον (Α) 1. θυμωμένος, εχθρικός, εκδικητικός («στάσιν ἐπίκοτον», Πίνδ.) 2. μισητός, απεχθής. επίρρ... ἐπικότως με οργή, θυμωμένα, εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κότος «οργή»] …   Dictionary of Greek

  • Τάρταρος — (πληθυντικός τα Τάρταρα). Μυθικός τόπος στα έγκατα της Γης, που ήταν, όπως αναφέρει ο μύθος, τόσο μακριά από την επιφάνειά της όσο η ίδια από τον ουρανό. Μέσα σε αυτόν τον ανήλιο τόπο υψωνόταν το ανάκτορο της Νύχτας, που το σκέπαζαν πάντοτε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”