ἐπί-κηρος

ἐπί-κηρος

ἐπί-κηρος, dem Verhängnisse, dem Tode ausgesetzt, sterblich, hinfällig, vergänglich; βίος Callim. 50 (VII, 277); bei Arist. mund. 2, 9 mit φϑαρτός verbunden, wie ϑνητὰ καὶ ἐπίκηρα σπέρματα D. Hal. 8, 60; ζῶον ἐπ. καὶ ἀσϑενές Sext. Emp. adv. Phys. 1, 90; τὸ τῆς φύσεως ἐπίκηρον καὶ δυςαλϑές, die Hinfälligkeit, Plat. Ax. 367 b. – Adv., τῆς φιλοσοφίας ἐπικήρως διακειμένης Isocr. 11, 49, es steht schwach mit der Philosophie.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπόκηρος — ον, Α 1. (για μέλι) αναμεμιγμένος με κερί 2. μτφ. πολυσύνθετος, πολύπλοκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κηρός «κερί» (πρβλ. ἔγ κηρος, ἐπί κηρος)] …   Dictionary of Greek

  • φθισίκηρος — ον, Α (ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία τής Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < φθίνω + κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπί κηρος. Ο τ. αντί τού αναμενόμενου *φθεισί κηρος, σχηματισμένου από την απαθή… …   Dictionary of Greek

  • επίκηρος — ἐπίκηρος, ον (AM) και ἐπικήριος, ον (Α) 1. φθαρτός, θνητός 2. (για πράγμ.) αυτός που υπόκειται σε ανάλωση, σε φθορά, σε καταστροφή αρχ. 1. (για φυτά) λεπτός, λεπτοφυής 2. αυτός που επιφέρει κακό αποτέλεσμα, επικίνδυνος 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ… …   Dictionary of Greek

  • πολυκήριος — ον, Α πολύ θανατηφόρος, πολύ βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κηριος (< κήρ, κηρός, ἡ, «θάνατος, καταστροφή»), πρβλ. επι κήριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”