- ἐπί-καμψις
ἐπί-καμψις, ἡ, = ἐπικαμπή, Dio Cass. 50, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-καμψις, ἡ, = ἐπικαμπή, Dio Cass. 50, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek