- ἐπί-γναφος
ἐπί-γναφος, wieder aufgewalkt, neu aufgekratzt, nach Poll. 7, 77 späterer Ausdruck für δευτερουργός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-γναφος, wieder aufgewalkt, neu aufgekratzt, nach Poll. 7, 77 späterer Ausdruck für δευτερουργός.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωτόγναφος — ον, Α (για δέρματα) αυτός που πρόσφατα υπέστη κατεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα» κατ επίδραση του κνάφος), πρβλ. ά γναφος, επί γναφος] … Dictionary of Greek