ἐπί-κωπος

ἐπί-κωπος

ἐπί-κωπος, am Ruder sitzend, rudernd, B. A. 254; Ar. Ach. 231, wo der Schol. aber auch ξιφήρης erkl., bis ans Heft, durch u. durch. – Mit Rudern versehen, κέρκουρος Ath. V, 208 f; νῆες D. Hal. 3, 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εύκωπος — εὔκωπος, ον (Α) (για σκάφη) αυτός που έχει καλά κουπιά, που προχωρεί εύκολα με τα κουπιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κωπος (< κώπη), πρβλ. επί κωπος] …   Dictionary of Greek

  • ορθιόκωπος — ὀρθιόκωπος, ον (Α) αυτός που κωπηλατεί όρθιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρθιος + κωπος (< κώπη), προβ. επί κωπος] …   Dictionary of Greek

  • πρόκωπος — η, ο / πρόκωπος, ον, ΝΑ νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο πρόκωπος ναυτ. κωπηλάτης λέμβου ο οποίος κάθεται στην πρώτη από την πλώρη σειρά σέλματος αρχ. 1. αυτός που κρατά ένα ξίφος από τη λαβή 2. έτοιμος, πρόχειρος («ἔχειν πρόκωπον τὴν δεξιάν», Ηρωδιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”