- ἐπί-γυον
ἐπί-γυον, τό, = ἐπίγειον, Pol. 3, 46, 3. Bei Hsrpocr. hat Bekker ἐπίγειον hergestellt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-γυον, τό, = ἐπίγειον, Pol. 3, 46, 3. Bei Hsrpocr. hat Bekker ἐπίγειον hergestellt.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίγυιο(ν) — ἐπίγυιον και γυον, το (Α) το σχοινί που χρησιμεύει για την πρόσδεση πλοίου στην ξηρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + γυίον «μέλος»] … Dictionary of Greek