- ἐπί-κρυφος
ἐπί-κρυφος, verborgen, geheim, οἶμος Pind. Gl. 8, 69. Auch Sp., wie Plut. Arat. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-κρυφος, verborgen, geheim, οἶμος Pind. Gl. 8, 69. Auch Sp., wie Plut. Arat. 10.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
επίκρυφος — ἐπίκρυφος, ον (Α) 1. κρυφός 2. άδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρυφός (< κρύπτω)] … Dictionary of Greek
Μεχμέτ — I Όνομα έξι σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Βλ. λ. Μωάμεθ ή Μεχμέτ. II Όνομα αξιωματούχων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. Αλή πασάς (Γερμανία 1827 – 1878). Τούρκος στρατηγός, που καταγόταν από γαλλική οικογένεια καλβινιστών. Όταν το… … Dictionary of Greek
κρυπτός — ή, ό (AM κρυπτός, ή, όν) [κρύπτω] 1. αυτός που μένει αφανής, κρυμμένος, κρυφός, μυστικός (α. «ουδέν κρυπτόν υπό τον ήλιον» β. ἐπεποίητο γὰρ οἱ κρυπτὴ διῶρυξ ἐκ τῆς ἀκροπόλιος φέρουσα ἐπὶ θάλασσαν», Ηρόδ.) 2. φρ. «ἐν κρυπτῷ καὶ παραβύστῳ» εντελώς… … Dictionary of Greek
λαθρογαμία — η (AM λαθρογαμία) κρυφός ή παράνομος γάμος νεοελλ. μοιχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο) * + γαμία (< γαμος < γάμος), πρβλ. επι γαμία, θεο γαμία] … Dictionary of Greek