- ἐπί-μωμος
ἐπί-μωμος, tadelnswerth, Heliod. 7, 2 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπί-μωμος, tadelnswerth, Heliod. 7, 2 u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ανεπίμωμος — ἀνεπίμωμος, ον (Μ) άψογος, άμεμπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίμωμος «αξιόμεμπτος» < επί + μώμος «μομφή, ψόγος»] … Dictionary of Greek
Гипатия — (Ипатия) Александрийская Ὑπᾰτία ἡ Ἀλεξάνδρεῖα … Википедия
επιμωμώμαι — ἐπιμωμῶμαι (Α) κατηγορώ επί πλέον κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μωμώμαι «μέμφομαι, κατηγορώ» (< μώμος «ψόγος, μομφή»)] … Dictionary of Greek