- ἐπέφραδον
ἐπέφραδον, aor. II. zu φράζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπέφραδον, aor. II. zu φράζω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπέφραδον — φράζω point out aor ind act 3rd pl (epic) φράζω point out aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek