- ἐπέτοσσε
ἐπέτοσσε, s. ἐπιτόσσαις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπέτοσσε, s. ἐπιτόσσαις.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπέτοσσε — ἐπί τόσσαις happen aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρίμνημι — και κρήμνημι και κρημνῶ, άω (Α) 1. κρεμώ («ἄγκυραν ποτὶ χαλκόγενυν ναΐ κρημνάντων ἐπέτοσσε», Πίνδ. β. «ἐκρήμναθ ὥστε χέρας ἐμὰς λιπεῑν βέλος», Ευρ.) 2. σταυρώνω κάποιον 3. παθ. κρήμναμαι αιωρούμαι («ὕπερθ ὀμμάτων κρημναμενᾱν νεφαλᾱν ὀρθοῑ»,… … Dictionary of Greek