- ἐπ-οξίζω
ἐπ-οξίζω, säuerlich werden, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-οξίζω, säuerlich werden, Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξίζω — ὀξίζω και ὀξύζω (ΑΜ) [όξος] 1. (ιδίως για κρασί) έχω τη γεύση ή τη μυρωδιά ξιδιού, έχω ξινάδα, ξινίζω 2. επεξεργάζομαι κάτι με την προσθήκη ξιδιού («πόδας χοίρου ὀξίσας», Βί. Αισ.) … Dictionary of Greek
ὀξίσῃ — ὀξίζω taste aor subj mid 2nd sg ὀξίζω taste aor subj act 3rd sg ὀξίζω taste fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξίζει — ὀξίζω taste pres ind mp 2nd sg ὀξίζω taste pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξίζον — ὀξίζω taste pres part act masc voc sg ὀξίζω taste pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξίζοντα — ὀξίζω taste pres part act neut nom/voc/acc pl ὀξίζω taste pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξίζοντι — ὀξίζω taste pres part act masc/neut dat sg ὀξίζω taste pres ind act 3rd pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξίζουσι — ὀξίζω taste pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀξίζω taste pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξίζουσιν — ὀξίζω taste pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ὀξίζω taste pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξίσαι — ὀξίζω taste aor inf act ὀξίσαῑ , ὀξίζω taste aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠξικότα — ὀξίζω taste perf part act neut nom/voc/acc pl ὀξίζω taste perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀξιζούσης — ὀξίζω taste pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)