- ἐπ-ηνέμιος
ἐπ-ηνέμιος, windig; übertr., πλοῠτος Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-ηνέμιος, windig; übertr., πλοῠτος Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
μετηνέμιος — μετηνέμιος, ον (ΑΜ) γρήγορος σαν τον άνεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ηνέμιος (< ἄνεμος), πρβλ. υπ ηνέμιος. Το η τού τύπου είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek