- ἐπ-οφθάλμιος
ἐπ-οφθάλμιος, an, über den Augen; τὰ ἐποφϑάλμια, die Gegend über den Augen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ἐπ-οφθάλμιος, an, über den Augen; τὰ ἐποφϑάλμια, die Gegend über den Augen, Galen.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οφθάλμιος — ὀφθάλμιος, ον (Α) [οφθαλμός] 1. ο σχετικός με τους οφθαλμούς 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὀφθάλμια α) η περιοχή τών οφθαλμών β) μαρμάρινη, ξύλινη ή μεταλλική παράσταση οφθαλμών ως ανάθημα … Dictionary of Greek
οφθάλμια — ὀφθάλμια, τὰ (Α) βλ. οφθάλμιος … Dictionary of Greek
οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… … Dictionary of Greek